- Καικιλίῳ
- Καικίλιοςmasc dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσυποδείκνυμι — Α [ὑποδείκνυμι] υποδεικνύω σε κάποιον κάτι ακόμη («καὶ προσυπέδειξε τῷ Καικιλίῳ διὰ τὴν πρὸς τὸν Φιλοποίμενα παρατριβὴν ἕτερον ἔγκλημα κατὰ τῶν Ἀχαιῶν», Πολ.) … Dictionary of Greek